εθνωνυμικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εθνωνυμικό τα εθνωνυμικά
      γενική του εθνωνυμικού των εθνωνυμικών
    αιτιατική το εθνωνυμικό τα εθνωνυμικά
     κλητική εθνωνυμικό εθνωνυμικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εθνωνυμικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εθνωνυμικός.

Ουσιαστικό

εθνωνυμικό ουδέτερο

Συγγενικά

  • :Κατηγορία:Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εθνωνυμικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του εθνωνυμικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εθνωνυμικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.