Περσεύς
Νέα ελληνικά (el)

Ο αστερισμός του Περσέως.
Ετυμολογία
- Περσεύς < αρχαία ελληνική Περσεύς
Κύριο όνομα
Περσεύς αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο Περσεύς)
Μεταφράσεις
Περσεύς
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | ενικός | ||
|---|---|---|---|---|
| διαλεκτικά | ||||
| ονομαστική | ὁ | Περσεύς | ||
| γενική | τοῦ | Περσέως | ιωνικός Περσέος επικός Περσῆος | |
| δοτική | τῷ | Περσεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν | Περσέᾱ | ||
| κλητική ὦ! | Περσεῦ | |||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Περσεύς < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Πηγές
- Περσεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Περσεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.