Περσίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Περσίδα οι Περσίδες
      γενική της Περσίδας των Περσίδων
    αιτιατική την Περσίδα τις Περσίδες
     κλητική Περσίδα Περσίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Περσίδα < αρχαία ελληνική Περσίς

Προφορά

ΔΦΑ : /peɾˈsi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Περσίδα

Κύριο όνομα

Περσίδα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Πέρσης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.