Καλιφόρνια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καλιφόρνια οι Καλιφόρνιες
      γενική της Καλιφόρνιας των Καλιφορνιών
    αιτιατική την Καλιφόρνια τις Καλιφόρνιες
     κλητική Καλιφόρνια Καλιφόρνιες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η θέση της Καλιφόρνιας στις ΗΠΑ

Ετυμολογία

Καλιφόρνια < (άμεσο δάνειο) αγγλική California < ισπανική California[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.liˈfoɾ.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καλιφόρνια

Κύριο όνομα

Καλιφόρνια θηλυκό

  • παλαιότερος τύπος: Καλιφορνία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.