Κολοράντο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Κολοράντο < (άμεσο δάνειο) αγγλική Colorado

Κύριο όνομα

Κολοράντο άκλιτο

  1. (ουδέτερο) πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής
  2. (αρσενικό, εννοείται: ποταμός) ποταμός των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.