Νεβάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Νεβάδα
      γενική της Νεβάδας
    αιτιατική τη Νεβάδα
     κλητική Νεβάδα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Νεβάδα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Nevada

Κύριο όνομα

Νεβάδα θηλυκό άκλιτο ή κλιτό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.