Μοντάνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Μοντάνα
      γενική της Μοντάνας
    αιτιατική τη Μοντάνα
     κλητική Μοντάνα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μοντάνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Montana < ισπανική montaña (βουνό)

Κύριο όνομα

Μοντάνα θηλυκό άκλιτο ή κλιτό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.