Οχάιο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Οχάιο < (φωνητική απόδοση) αγγλική Ohio

Κύριο όνομα

Οχάιο ουδέτερο άκλιτο

  1. (ουδέτερο) πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής
  2. (αρσενικό, εννοείται: ποταμός) ποταμός των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, παραπόταμος του Μισσισσιπή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.