Αλάσκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αλάσκα
      γενική της Αλάσκας
    αιτιατική την Αλάσκα
     κλητική Αλάσκα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η σημαία της Αλάσκας.

Ετυμολογία

Αλάσκα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Alaska < αλεουτιανό Alyeska, μεγάλη γη, ήπειρος
Η θέση της Αλάσκας στο χάρτη της Γης.

Κύριο όνομα

Αλάσκα θηλυκό

Η θέση της Αλάσκας σε σχέση με τις ΗΠΑ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.