καλιφορνέζικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλιφορνέζικος | η | καλιφορνέζικη | το | καλιφορνέζικο |
| γενική | του | καλιφορνέζικου | της | καλιφορνέζικης | του | καλιφορνέζικου |
| αιτιατική | τον | καλιφορνέζικο | την | καλιφορνέζικη | το | καλιφορνέζικο |
| κλητική | καλιφορνέζικε | καλιφορνέζικη | καλιφορνέζικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλιφορνέζικοι | οι | καλιφορνέζικες | τα | καλιφορνέζικα |
| γενική | των | καλιφορνέζικων | των | καλιφορνέζικων | των | καλιφορνέζικων |
| αιτιατική | τους | καλιφορνέζικους | τις | καλιφορνέζικες | τα | καλιφορνέζικα |
| κλητική | καλιφορνέζικοι | καλιφορνέζικες | καλιφορνέζικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλιφορνέζικος < Καλιφορνέζ(ος) + -ικος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.li.foɾˈne.zi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λι‐φορ‐νέ‐ζι‐κος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Καλιφόρνια
Μεταφράσεις
καλιφορνέζικος
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Καλιφόρνια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.