Μασαχουσέτη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Μασαχουσέτη
      γενική της Μασαχουσέτης
    αιτιατική τη Μασαχουσέτη
     κλητική Μασαχουσέτη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μασαχουσέτη < (άμεσο δάνειο) αγγλική Massachusett(s) + για προσαρμογή στην ελληνική κλίση με απλοποίηση γραφής του διπλού συμφώνου

Κύριο όνομα

Μασαχουσέτη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.