Ιώβ
Νέα ελληνικά (el)

Οι συμφορές του Ιώβ: «Ο Ιώβ ακούει τις συμφορές του». Χαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ
Ετυμολογία
- Ιώβ < ελληνιστική κοινή Ἰώβ < εβραϊκή איוב (ʾiyyōḇ)
Κύριο όνομα
Ιώβ αρσενικό άκλιτο
Συγγενικά
-
Ιώβ στη Βικιπαίδεια

- ιωβηλαίο
Μεταφράσεις
Ιώβ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.