Ιώβ

Νέα ελληνικά (el)

Οι συμφορές του Ιώβ: «Ο Ιώβ ακούει τις συμφορές του». Χαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ

Ετυμολογία

Ιώβ < ελληνιστική κοινή Ἰώβ < εβραϊκή איוב (ʾiyyōḇ)

Κύριο όνομα

Ιώβ αρσενικό άκλιτο

  1. ανδρικό όνομα
  2. (θρησκεία) δέκατο όγδοο βιβλίο της Βίβλου, που αποτελείται από σαράντα δύο κεφάλαια.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.