κουρδικά σοράνι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κουρδικά σοράνι < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κουρδικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
κουρδικά σοράνι ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η κεντρική κουρδική γλώσσα που γράφεται με φωνητικό αλφάβητο αραβικών χαρακτήρων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.