ιώβειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιώβειος η ιώβεια το ιώβειο
      γενική του ιώβειου της ιώβειας του ιώβειου
    αιτιατική τον ιώβειο την ιώβεια το ιώβειο
     κλητική ιώβειε ιώβεια ιώβειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιώβειοι οι ιώβειες τα ιώβεια
      γενική των ιώβειων των ιώβειων των ιώβειων
    αιτιατική τους ιώβειους τις ιώβειες τα ιώβεια
     κλητική ιώβειοι ιώβειες ιώβεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιώβειος < Ιώβ + -ειος

Επίθετο

ιώβειος, -α / -ος, -ο

  • που χαρακτηρίζει τον Ιώβ (πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης), τα πάθη του και την υπομονή του

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.