Job
Γερμανικά (de)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | der | Job | die | Jobs |
| γενική | des | Jobs | der | Jobs |
| δοτική | dem | Job | den | Jobs |
| αιτιατική | den | Job | die | Jobs |
Ετυμολογία
- Job < (άμεσο δάνειο) αγγλική job
Προφορά
- ΔΦΑ : /d͡ʒɔp/
- ⓘ
Σύνθετα
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Job < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 , φύλλο Miehet kaikki
Φλαμανδικά (vls)
Ετυμολογία
- Job < → λείπει η ετυμολογία
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- Job < → λείπει η ετυμολογία
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Job < → λείπει η ετυμολογία
Σλοβενικά (sl)
Ετυμολογία
- Job < → λείπει η ετυμολογία
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- Job < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.