-ια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -ια | οι | -ιες |
| γενική | της | -ιας | — | |
| αιτιατική | τη(ν) | -ια | τις | -ιες |
| κλητική | -ια | -ιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ια < αρχαία ελληνική -ία
- για φυτά < νεολατινική -ia [1]
Επίθημα
-ια θηλυκό
- επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών
- από ρήματα
- βλαστημάω > βλασήμια
- αρχαία ελληνική παρηγορέω > παρηγορία > νέα ελληνική παρηγόριια
- δηλώνει φυτό ή δέντρο
- από ρήματα
- κατάληξη για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών πληθντικού αριθμού
- κατάληξη για το σχηματισμό επιρρημάτων
Συγγενικά
- -σιά
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ια στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- -ια, -ία, -ιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- -ια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ία
Επίθημα
-ια θηλυκό
- κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών
- δουλεύτρια
- αρχαία ελληνική ἄρρωστος > ἀρρωστία > μεσαιωνική ελληνική ἀρρώστια
- κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών ή επιθέτων στον πληθυντικό
- κατάληξη επιρρημάτων
- ἄγριος > ἄγρια
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ια στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- -ια < → λείπει η ετυμολογία
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ια στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.