-ια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η α οι ες
      γενική της ας
    αιτιατική τη(ν) α τις ες
     κλητική α ες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ια < αρχαία ελληνική -ία
για φυτά < νεολατινική -ia [1]

Προφορά

  • εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται  δείτε τη λέξη -ιά

Επίθημα

-ια θηλυκό

  1. επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών
    1. από ρήματα
      βλαστημάω > βλασήμια
      αρχαία ελληνική παρηγορέω > παρηγορία > νέα ελληνική παρηγόριια
    2. δηλώνει φυτό ή δέντρο
      gardenia < γαρδένια
       και δείτε -ία
  2. κατάληξη για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών πληθντικού αριθμού
    1. κατάληξη ουδετέρων σε ι
      τραγούδι > τραγούδια
    2. ονομασίες εορτών στον πληθυντικό από κύρια ονόματα
    3. άγιος Δημήτριος > Δημήτρια
  3. κατάληξη για το σχηματισμό επιρρημάτων
    ανάριος > ανάρια
     και δείτε  -ιά

Συγγενικά

  • -σιά

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ια στο Βικιλεξικό

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

-ια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ία

Επίθημα

-ια θηλυκό

  1. κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών
    δουλεύτρια
    αρχαία ελληνική ἄρρωστος > ἀρρωστία > μεσαιωνική ελληνική ἀρρώστια
  2. κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών ή επιθέτων στον πληθυντικό
  3. κατάληξη επιρρημάτων
    ἄγριος > ἄγρια

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ια στο Βικιλεξικό



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

-ια < λείπει η ετυμολογία

Επίθημα

-ια [ῐᾱ] θηλυκό

  1. κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών
  2. κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών στον πληθυντικό

Συγγενικά

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ια στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.