Φανή

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Φανή
      γενική της Φανής
    αιτιατική τη Φανή
     κλητική Φανή
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Φανή < κύριο όνομα από το αρχαίο επίθετο φανή (θηλυκό του φανός, λαμπερή) ή υποκοριστικό του ονόματος Θεοφάνη και άλλων γυναικείων ονομάτων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡɾɣðoˈʝɡðɾi.ɣʎçɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός:

Κύριο όνομα

Φανή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.