Θεοφανώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Θεοφανώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Θεοφανώ
Κύριο όνομα
Θεοφανώ θηλυκό
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- Θεοφανώ < → λείπει η ετυμολογία
-
Θεοφανώ στη Βικιπαίδεια
αυτοκράτειρα, 10ος αιώνας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.