Ιορδάνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ιορδάνης | οι | Ιορδάνηδες |
| γενική | του | Ιορδάνη | των | Ιορδάνηδων |
| αιτιατική | τον | Ιορδάνη | τους | Ιορδάνηδες |
| κλητική | Ιορδάνη | Ιορδάνηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ο ποταμός Ιορδάνης.
Ετυμολογία
- Ιορδάνης < ελληνιστική κοινή Ἰορδάνης < αρχαία εβραϊκή יַרְדֵּן (yarden, «ορμητική εκροή»)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.orˈða.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐ορ‐δά‐νης
Κύριο όνομα
Ιορδάνης αρσενικό
-
Ιορδάνης στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.