Ιορδάνης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ιορδάνης οι Ιορδάνηδες
      γενική του Ιορδάνη των Ιορδάνηδων
    αιτιατική τον Ιορδάνη τους Ιορδάνηδες
     κλητική Ιορδάνη Ιορδάνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ο ποταμός Ιορδάνης.

Ετυμολογία

Ιορδάνης < ελληνιστική κοινή Ἰορδάνης < αρχαία εβραϊκή יַרְדֵּן (yarden, «ορμητική εκροή»)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.orˈða.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ιορδάνης

Κύριο όνομα

Ιορδάνης αρσενικό

  1. όνομα ποταμού της Παλαιστίνης που πηγάζει από τους πρόποδες του όρους Ερμών και εκβάλλει στη Νεκρά Θάλασσα. Περνά από τα εδάφη της Ιορδανίας, του Λιβάνου, του Ισραήλ και της Συρίας
  2. ανδρικό όνομα
  3. ανδρικό επώνυμο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.