Θεοφανία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Θεοφανία οι Θεοφανίες
      γενική της Θεοφανίας
    αιτιατική τη Θεοφανία τις Θεοφανίες
     κλητική Θεοφανία Θεοφανίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θεοφανία < λείπει η ετυμολογία  δείτε Θεοφάνια και Θεοφάνης

Κύριο όνομα

Θεοφανία θηλυκό

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.