Ήπειρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ήπειρος οι Ήπειροι
      γενική της Ηπείρου των Ηπείρων
    αιτιατική την Ήπειρο τις Ηπείρους
     κλητική Ήπειρε
(Ήπειρο)
Ήπειροι
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
η θέση της Ηπείρου στην ελληνική επικράτεια

Ετυμολογία

Ήπειρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ἤπειρος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.pi.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ήπειρος

Κύριο όνομα

Ήπειρος θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.