amiable
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | amiable |
| συγκριτικός | more amiable |
| υπερθετικός | most amiable |
Ετυμολογία
- amiable < (κληρονομημένο) μέση αγγλική amyable (αγαπητός, ευγενικός, αξιαγάπητος, αξιοθαύμαστος) < παλαιά γαλλική amiable (ευχάριστος, ευγενικός, αξιαγάπητος) < υστερολατινική amīcābilis (φιλικός) < λατινική amīcus ((ως ουσιαστικό) φίλος, (ως επίθετο) φιλικός, τρυφερός, στοργικός) < amābilis (αγαπώ).[1] (μαρτυρείται από τον 14ο αιώνα)[1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈeɪ.mi.ə.bəl/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : a‐mi‐a‐ble
Επίθετο
amiable (en)
- (αρχαϊκό) αξιαγάπητος, ωραίος, ευχάριστος
- φιλικός, ευγενικός, εγκάρδιος, ένθερμος, θερμός, μειλίχιος, προσηνής
- ↪ an amiable temper - μια φιλική διάθεση
- ↪ amiable ideas - φιλικές ιδέες
- που κατέχει την ιδιότητα της καλοσύνης, της τερπνότητας, της καλοκαρδίας και τη φλεγματική ιδιοσυγκρασία τα οποία κάνουν κάποιον να είναι αρεστός
- (παρωχημένο) που έγινε από αγάπη
Συγγενικά
- amicable
- amity
Παράγωγα
- amiability
- amiableness
- amiably
Σημειώσεις
- Η λέξη «amiable» χρησιμοποιείται για να δηλώσει προσωπικά γνωρίσματα, ενώ η λέξη «amicable» για να δηλώσει σχέσεις ή συμφωνίες.
Αναφορές
Πηγές
- amiable - Cambridge Dictionary online
- amiable - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
- amiable - Webster’s Revised Unabridged Dictionary, G. & C. Merriam, 1913.
- amiable - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.