amiable

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός amiable
συγκριτικός more amiable
υπερθετικός most amiable

Ετυμολογία

amiable < (κληρονομημένο) μέση αγγλική amyable (αγαπητός, ευγενικός, αξιαγάπητος, αξιοθαύμαστος) < παλαιά γαλλική amiable (ευχάριστος, ευγενικός, αξιαγάπητος) < υστερολατινική amīcābilis (φιλικός) < λατινική amīcus ((ως ουσιαστικό) φίλος, (ως επίθετο) φιλικός, τρυφερός, στοργικός) < amābilis (αγαπώ).[1] (μαρτυρείται από τον 14ο αιώνα)[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈeɪ.mi.ə.bəl/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: ami​a​ble

Επίθετο

amiable (en)

  1. (αρχαϊκό) αξιαγάπητος, ωραίος, ευχάριστος
  2. φιλικός, ευγενικός, εγκάρδιος, ένθερμος, θερμός, μειλίχιος, προσηνής
    an amiable temper - μια φιλική διάθεση
    amiable ideas - φιλικές ιδέες
  3. που κατέχει την ιδιότητα της καλοσύνης, της τερπνότητας, της καλοκαρδίας και τη φλεγματική ιδιοσυγκρασία τα οποία κάνουν κάποιον να είναι αρεστός
  4. (παρωχημένο) που έγινε από αγάπη

Συνώνυμα

Συγγενικά

Παράγωγα

  • amiability
  • amiableness
  • amiably

Σημειώσεις

  • Η λέξη «amiable» χρησιμοποιείται για να δηλώσει προσωπικά γνωρίσματα, ενώ η λέξη «amicable» για να δηλώσει σχέσεις ή συμφωνίες.

Αναφορές

  1. amiable - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  2. amiable - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.