τερπνότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τερπνότητα | οι | τερπνότητες |
| γενική | της | τερπνότητας | των | τερπνοτήτων |
| αιτιατική | την | τερπνότητα | τις | τερπνότητες |
| κλητική | τερπνότητα | τερπνότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τερπνότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τερπνότης από την αιτιατική ενικού «τὴν τερπνότητα». Συγχρονικά αναλύεται σε τερπν(ός) + -ότητα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /teɾˈpnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τερ‐πνό‐τη‐τα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τέρπω
Μεταφράσεις
τερπνότητα
|
|
Πηγές
- τερπνότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.