στοργικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στοργικός η στοργική το στοργικό
      γενική του στοργικού της στοργικής του στοργικού
    αιτιατική τον στοργικό τη στοργική το στοργικό
     κλητική στοργικέ στοργική στοργικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στοργικοί οι στοργικές τα στοργικά
      γενική των στοργικών των στοργικών των στοργικών
    αιτιατική τους στοργικούς τις στοργικές τα στοργικά
     κλητική στοργικοί στοργικές στοργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στοργικός < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή στοργικός.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε στοργ(ή) + -ικός

Επίθετο

στοργικός -ή, -ό

  • που διακατέχεται από αισθήματα στοργής· που εκδηλώνει στοργή προς άλλους

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.