αρχαϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρχαϊκός | η | αρχαϊκή | το | αρχαϊκό |
| γενική | του | αρχαϊκού | της | αρχαϊκής | του | αρχαϊκού |
| αιτιατική | τον | αρχαϊκό | την | αρχαϊκή | το | αρχαϊκό |
| κλητική | αρχαϊκέ | αρχαϊκή | αρχαϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρχαϊκοί | οι | αρχαϊκές | τα | αρχαϊκά |
| γενική | των | αρχαϊκών | των | αρχαϊκών | των | αρχαϊκών |
| αιτιατική | τους | αρχαϊκούς | τις | αρχαϊκές | τα | αρχαϊκά |
| κλητική | αρχαϊκοί | αρχαϊκές | αρχαϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρχαϊκός < αρχαία ελληνική ἀρχαϊκός ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική archaic)
Επίθετο
αρχαϊκός, -ή, -ό
- παλαιικός, αρχαιοπρεπής
- που συμβαίνει ή ανήκει στην αρχαϊκή εποχή (περίπου 750 π.Χ. έως το 479 π.Χ.)
- πρωτόγονος, πρώιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.