σεισμοπαθής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεισμοπαθής η σεισμοπαθής το σεισμοπαθές
      γενική του σεισμοπαθούς* της σεισμοπαθούς του σεισμοπαθούς
    αιτιατική τον σεισμοπαθή τη σεισμοπαθή το σεισμοπαθές
     κλητική σεισμοπαθή(ς) σεισμοπαθής σεισμοπαθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεισμοπαθείς οι σεισμοπαθείς τα σεισμοπαθή
      γενική των σεισμοπαθών των σεισμοπαθών των σεισμοπαθών
    αιτιατική τους σεισμοπαθείς τις σεισμοπαθείς τα σεισμοπαθή
     κλητική σεισμοπαθείς σεισμοπαθείς σεισμοπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σεισμοπαθής < σεισμός + -παθής (< πάσχω)

Επίθετο

σεισμοπαθής, -ής, -ές

  • (για περιοχή) που πλήττεται συχνά από σεισμούς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.