πλημμυροπαθής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλημμυροπαθής | η | πλημμυροπαθής | το | πλημμυροπαθές |
| γενική | του | πλημμυροπαθούς* | της | πλημμυροπαθούς | του | πλημμυροπαθούς |
| αιτιατική | τον | πλημμυροπαθή | την | πλημμυροπαθή | το | πλημμυροπαθές |
| κλητική | πλημμυροπαθή(ς) | πλημμυροπαθής | πλημμυροπαθές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλημμυροπαθείς | οι | πλημμυροπαθείς | τα | πλημμυροπαθή |
| γενική | των | πλημμυροπαθών | των | πλημμυροπαθών | των | πλημμυροπαθών |
| αιτιατική | τους | πλημμυροπαθείς | τις | πλημμυροπαθείς | τα | πλημμυροπαθή |
| κλητική | πλημμυροπαθείς | πλημμυροπαθείς | πλημμυροπαθή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pli.mi.ro.paˈθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλημ‐μυ‐ρα‐πα‐θής
Επίθετο
πλημμυροπαθής, -ής, -ές
- (λόγιο) που τον έχει πλήξει πλημμύρα, του έχει προξενήσει ζημιές ή καταστροφές
Ουσιαστικό
πλημμυροπαθής αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο) που τον / την έχει πλήξει πλημμύρα, του / της έχει προξενήσει ζημιές ή καταστροφές
Συνώνυμα
Πηγές
- πλημμυροπαθής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πλημμυροπαθής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.