μυστικοπαθής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μυστικοπαθής | η | μυστικοπαθής | το | μυστικοπαθές |
| γενική | του | μυστικοπαθούς* | της | μυστικοπαθούς | του | μυστικοπαθούς |
| αιτιατική | τον | μυστικοπαθή | τη | μυστικοπαθή | το | μυστικοπαθές |
| κλητική | μυστικοπαθή(ς) | μυστικοπαθής | μυστικοπαθές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μυστικοπαθείς | οι | μυστικοπαθείς | τα | μυστικοπαθή |
| γενική | των | μυστικοπαθών | των | μυστικοπαθών | των | μυστικοπαθών |
| αιτιατική | τους | μυστικοπαθείς | τις | μυστικοπαθείς | τα | μυστικοπαθή |
| κλητική | μυστικοπαθείς | μυστικοπαθείς | μυστικοπαθή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
μυστικοπαθής, -ής, -ές
- που δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις εμπειρίες ή τις πράξεις του, αλλά τα κρατάει μυστικά
- που έχει ροπή προς το μυστικισμό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μυστικοπαθής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.