ηττοπαθής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηττοπαθής η ηττοπαθής το ηττοπαθές
      γενική του ηττοπαθούς* της ηττοπαθούς του ηττοπαθούς
    αιτιατική τον ηττοπαθή την ηττοπαθή το ηττοπαθές
     κλητική ηττοπαθή(ς) ηττοπαθής ηττοπαθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηττοπαθείς οι ηττοπαθείς τα ηττοπαθή
      γενική των ηττοπαθών των ηττοπαθών των ηττοπαθών
    αιτιατική τους ηττοπαθείς τις ηττοπαθείς τα ηττοπαθή
     κλητική ηττοπαθείς ηττοπαθείς ηττοπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηττοπαθής < ήττα + παθαίνω

Επίθετο

ηττοπαθής, -ής, -ές

  1. (για άνθρωπο) που είναι βέβαιος εκ των προτέρων για την ήττα του
  2. που ανήκει, χαρακτηρίζει, ή προέρχεται από έναν τέτοιο άνθρωπο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.