ηττοπαθής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηττοπαθής | η | ηττοπαθής | το | ηττοπαθές |
| γενική | του | ηττοπαθούς* | της | ηττοπαθούς | του | ηττοπαθούς |
| αιτιατική | τον | ηττοπαθή | την | ηττοπαθή | το | ηττοπαθές |
| κλητική | ηττοπαθή(ς) | ηττοπαθής | ηττοπαθές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηττοπαθείς | οι | ηττοπαθείς | τα | ηττοπαθή |
| γενική | των | ηττοπαθών | των | ηττοπαθών | των | ηττοπαθών |
| αιτιατική | τους | ηττοπαθείς | τις | ηττοπαθείς | τα | ηττοπαθή |
| κλητική | ηττοπαθείς | ηττοπαθείς | ηττοπαθή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ηττοπαθής, -ής, -ές
- (για άνθρωπο) που είναι βέβαιος εκ των προτέρων για την ήττα του
- που ανήκει, χαρακτηρίζει, ή προέρχεται από έναν τέτοιο άνθρωπο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.