-γειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -γειος η -γεια
& -γειος
το -γειο
      γενική του -γειου
& -γείου
της -γειας
& -γείου
του -γειου
& -γείου
    αιτιατική τον -γειο τη(ν) -γεια
& -γειο
το -γειο
     κλητική -γειε -γεια
& -γειε
-γειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -γειοι οι -γειες
& -γειοι
τα -γεια
      γενική των -γειων
& -γείων
των -γειων
& -γείων
των -γειων
& -γείων
    αιτιατική τους -γειους
& -γείους
τις -γειες
& -γείους
τα -γεια
     κλητική -γειοι -γειες
& -γειοι
-γεια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-γειος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -γειος [1] < γῆ (γε--ιος) [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -γειος

Επίθημα

-γειος, -α/ος, -ο

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -γειος στο Βικιλεξικό

Αναφορές

  1. -γειος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. s.v. «γη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / -γειος τὸ -γειον
      γενική τοῦ/τῆς -γείου τοῦ -γείου
      δοτική τῷ/τῇ -γεί τῷ -γεί
    αιτιατική τὸν/τὴν -γειον τὸ -γειον
     κλητική ! -γειε -γειον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ -γειοι τὰ -γει
      γενική τῶν -γείων τῶν -γείων
      δοτική τοῖς/ταῖς -γείοις τοῖς -γείοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς -γείους τὰ -γει
     κλητική ! -γειοι -γει
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -γείω τὼ -γείω
      γεν-δοτ τοῖν -γείοιν τοῖν -γείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-γειος < γῆ (γε--ιος) [1]

Επίθημα

-γειος, -ος, -ον

  • κατάληξη επιθέτων που δηλώνουν τη σχέση του προσδιοριζόμενου με τη γη ή το έδαφος, όπως, νέα ελληνικά -γειος
    ὑπόγειος
    άλλες μορφές: -γαιος

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -γειος στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις -γειος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

Αναφορές

  1. s.v. «γη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.