παράγωγο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παράγωγο τα παράγωγα
      γενική του παράγωγου
& παραγώγου
των παράγωγων
& παραγώγων
    αιτιατική το παράγωγο τα παράγωγα
     κλητική παράγωγο παράγωγα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παράγωγο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παράγωγος

Ουσιαστικό

παράγωγο ουδέτερο

  1. κάτι που παράγεται από κάτι άλλο, παράγωγο προϊόν
  2. (γραμματική) η λέξη που παράγεται από άλλη
  3. (χρηματοοικονομικά) επενδυτικό προϊόν του οποίου η αξία είναι συνάρτηση της αξίας περισσότερων ή ενός άλλου (συνήθως διαπραγματεύσιμου σε κάποια αγορά αξιών) αξιογράφου, μετρήσιμου αγαθού, κατάστασης ή φαινομένου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.