επίγειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίγειος η επίγεια το επίγειο
      γενική του επίγειου της επίγειας του επίγειου
    αιτιατική τον επίγειο την επίγεια το επίγειο
     κλητική επίγειε επίγεια επίγειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίγειοι οι επίγειες τα επίγεια
      γενική των επίγειων των επίγειων των επίγειων
    αιτιατική τους επίγειους τις επίγειες τα επίγεια
     κλητική επίγειοι επίγειες επίγεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επίγειος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίγειος < ἐπί + -γειος (γῆ)

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.ʝi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επίγειος

Επίθετο

επίγειος, α-, -ο

  1. που βρίσκεται ή γίνεται πάνω στη γη
    επίγειος ψηφιακός δέκτης
  2. που ανήκει σε αυτόν τον κόσμο, σε αντίθεση με τον ουράνιο
    τα επίγεια αγαθά
     συνώνυμα: εγκόσμιος, υλικός
     αντώνυμα: επουράνιος, ουράνιος, υπερκόσμιος

Εκφράσεις

  • επίγειος παράδεισος: μέρος εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.