-ίσκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | -ίσκος | οι | -ίσκοι |
| γενική | του | -ίσκου | των | -ίσκων |
| αιτιατική | τον | -ίσκο | τους | -ίσκους |
| κλητική | -ίσκε | -ίσκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ίσκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ίσκος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ί‐σκος
Επίθημα
-ίσκος αρσενικό
(λόγιο) για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά
- (υποκοριστικό) με διατήρηση της υποκοριστικής σημασίας
- με περιορισμό της υποκοριστικής σημασίας
- με απώλεια της υποκοριστικής σημασίας
- για επαγγέλματα, με μειωτική σημασία
- για ανδρικά επώνυμα
Παράγωγα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ίσκος στο Βικιλεξικό
- Λήμματα σε -ίσκος στο Λεξικό Τριανταφυλλίδη [1]
όπως
Αναφορές
- "-ίσκος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
και λήμματα σε -ίσκος
Μεταφράσεις
-ίσκος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| -ῐσκο- | |||||
| ονομαστική | ὁ | -ίσκος | οἱ | -ίσκοι | |
| γενική | τοῦ | -ίσκου | τῶν | -ίσκων | |
| δοτική | τῷ | -ίσκῳ | τοῖς | -ίσκοις | |
| αιτιατική | τὸν | -ίσκον | τοὺς | -ίσκους | |
| κλητική ὦ! | -ίσκε | -ίσκοι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ίσκω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | -ίσκοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- -ίσκος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθημα
-ίσκος αρσενικό (θηλυκό -ίσκη)
μετουσιαστικό επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που
- (υποκοριστικό) είχε υποκοριστική σημασία
- ἱέραξ, ἱέρακος (ἱερακ-) - ἱερακίσκος
- ἄνθρωπος - ἀνθρωπίσκος
- είχε μειωτική σημασία
- ἄνθρωπος - ἀνθρωπίσκος (τιποτένιος)
- δήλωνε σχέση ομοιότητας
Παράγωγα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ίσκος στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ίσκη στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ίσκος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.