Καραΐσκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καραΐσκος οι Καραΐσκοι
      γενική του Καραΐσκου των Καραΐσκων
    αιτιατική τον Καραΐσκο τους Καραΐσκους
     κλητική Καραΐσκο Καραΐσκοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καραΐσκος < + -ίσκος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈi.skos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καραΐσκος

Κύριο όνομα

Καραΐσκος αρσενικό (θηλυκό Καραΐσκου)

Συγγενικά

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.