οβελίσκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οβελίσκος | οι | οβελίσκοι |
| γενική | του | οβελίσκου | των | οβελίσκων |
| αιτιατική | τον | οβελίσκο | τους | οβελίσκους |
| κλητική | οβελίσκε | οβελίσκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οβελίσκος < αρχαία ελληνική ὀβελίσκος < ὀβελὸς (σούβλα - οριζόντια γραμμή)
Ουσιαστικό

οβελίσκος στο Παρίσι
οβελίσκος αρσενικό
Μεταφράσεις
οβελίσκος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.