νεανίσκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεανίσκος οι νεανίσκοι
      γενική του νεανίσκου των νεανίσκων
    αιτιατική τον νεανίσκο τους νεανίσκους
     κλητική νεανίσκε νεανίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεανίσκος < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό

νεανίσκος αρσενικό

  1. νεαρός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.