μετουσιαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετουσιαστικός η μετουσιαστική το μετουσιαστικό
      γενική του μετουσιαστικού της μετουσιαστικής του μετουσιαστικού
    αιτιατική τον μετουσιαστικό τη μετουσιαστική το μετουσιαστικό
     κλητική μετουσιαστικέ μετουσιαστική μετουσιαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετουσιαστικοί οι μετουσιαστικές τα μετουσιαστικά
      γενική των μετουσιαστικών των μετουσιαστικών των μετουσιαστικών
    αιτιατική τους μετουσιαστικούς τις μετουσιαστικές τα μετουσιαστικά
     κλητική μετουσιαστικοί μετουσιαστικές μετουσιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μετουσιαστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετουσιαστικός.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε (μετα-) μετ- + ουσιαστικός < ουσιαστικό

Προφορά

ΔΦΑ : /me.tu.si.a.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μετουσιαστικός

Επίθετο

μετουσιαστικός -ή -ό (λόγιο)

  1. (γλωσσολογία) λέξη που παράγεται από ουσιαστικό
    μετουσιαστικά ρήματα
    μετουσιαστικό επίθημα (παραγωγική κατάληξη που παράγει άλλες λέξεις από ουσιαστικά)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.