υπάλληλος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. για το επίθετο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπάλληλος (επίθετο: υπαγόμενος) από συγχώνευση της φράσης ὑπ' ἀλλήλους.[1]
  2. για το ουσιαστικό < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου υπάλληλος, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική employé[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈpa.li.los/

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπάλληλος η υπάλληλη το υπάλληλο
      γενική του υπάλληλου της υπάλληλης του υπάλληλου
    αιτιατική τον υπάλληλο την υπάλληλη το υπάλληλο
     κλητική υπάλληλε υπάλληλη υπάλληλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπάλληλοι οι υπάλληλες τα υπάλληλα
      γενική των υπάλληλων των υπάλληλων των υπάλληλων
    αιτιατική τους υπάλληλους τις υπάλληλες τα υπάλληλα
     κλητική υπάλληλοι υπάλληλες υπάλληλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

υπάλληλος, -η, -ο

  • (λογική, για έννοιες) που διαφέρουν ως προς το πλάτος· η μία είναι ευρύτερη ενώ η άλλη στενότερη, υπάγεται στην πρώτη
    υπάλληλες έννοιες, υπάλληλες κρίσεις

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπάλληλος οι υπάλληλοι
      γενική του υπαλλήλου
& υπάλληλου
των υπαλλήλων
    αιτιατική τον υπάλληλο τους υπαλλήλους
& υπάλληλους
     κλητική υπάλληλε υπάλληλοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

υπάλληλος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) αυτός/αυτή που εργάζεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας και πληρώνεται με μισθό

Παράγωγα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. υπάλληλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.