-ίσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ίσιος η -ίσια το -ίσιο
      γενική του -ίσιου της -ίσιας του -ίσιου
    αιτιατική τον -ίσιο τη(ν) -ίσια το -ίσιο
     κλητική -ίσιε -ίσια -ίσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ίσιοι οι -ίσιες τα -ίσια
      γενική των -ίσιων των -ίσιων των -ίσιων
    αιτιατική τους -ίσιους τις -ίσιες τα -ίσια
     κλητική -ίσιοι -ίσιες -ίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
Προφέρονται ως προπαροξύτονα λογιότερα επίθετα όπως αίσιος, εξαίσιος, κ.ά.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-ίσιος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -ήσιος, μετουσιαστικό επίθημα που προήλθε από επίθετα σε ησιος (όπως γνήσιος) και που είχε αυτονομηθεί (όπως στο ἐτήσιος). Στην αυτονόμηση του επιθήματος συνέβαλαν τα σε ήσιος δηλωτικά τόπου. Για τα προερχόμενα από την υστερολατινική ēnsis, το μακρό ē μετατράπηκε σε [i]. Δείτε και τις λέξεις τελματήσιος, μαρκήσιος.
* η γραφή με < ι >, πιο συνηθισμένη, αναλύεται από τον Ευάγγελο Πετρούνια στο Λεξικό Τριανταφυλλίδη[1], όπου η γραφή ήσιος αφορά πατριδωνυμικά όπως Ιθακήσιος
* η γραφή με < η >, ακολουθείται στα λεξικά του Γεωργίου Μπαμπινιώτη[2], και υπάρχει στα λήμματα παλαιών λεξικών[3]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.sços/ (με συνίζηση, σπανιότερα χωρίς[4])
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιος

Επίθημα

-ίσιος, -α, -ο
για το σχηματισμό επιθέτων που παράγονται από ουσιαστικά, δηλώνοντας ότι

  1. προέρχεται ή ανήκει στην πρωτότυπο ουσιαστικό, όπως
    1. τόπο, μέρος, είδος
      βουνίσιος, βαπορίσιος, καλαμποκίσιος
      δείτε και -ινος, -ένιος
    2. συχνά από ένα ζώο, με έμφαση σε ένα χαρακτηριστικό του
      αετίσιος (αετήσια μάτια)
  2. (μεταφορικά) ταιριάζει σ' αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη
    παιδιακίσιος, παλικαρίσιος
     συνώνυμα: -ίστικος

  • -ήσιος (παλιά γραφή)

επίσης δείτε

Αναφορές

  1. "-ίσιος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
    Στα λήμματα του Λεξικού υπάρχει η γραφή -ήσιος, και -ίσιος με ένδειξη: δεύτερη γραφή
  4. Προφέρονται χωρίς συνίζηση λογιότερα επίθετα όπως αφροδίσιος, αίσιος, απαίσιος, εξαίσιος, μαρκίσιος, παραδείσιος, (αρτεμίσιος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.