απαίσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαίσιος | η | απαίσια | το | απαίσιο |
| γενική | του | απαίσιου | της | απαίσιας | του | απαίσιου |
| αιτιατική | τον | απαίσιο | την | απαίσια | το | απαίσιο |
| κλητική | απαίσιε | απαίσια | απαίσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαίσιοι | οι | απαίσιες | τα | απαίσια |
| γενική | των | απαίσιων | των | απαίσιων | των | απαίσιων |
| αιτιατική | τους | απαίσιους | τις | απαίσιες | τα | απαίσια |
| κλητική | απαίσιοι | απαίσιες | απαίσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απαίσιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπαίσιος (δυσοίωνος, που δίνει κακό σημάδι) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpe.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐παί‐σι‐ος
Επίθετο
απαίσιος
Συγγενικά
- απαίσια (επίρρημα)
- απαισιόδοξα (επίρρημα)
- απαισιοδοξία
- απαισιόδοξος
- απαισιοδοξώ
- απαισιότητα [2]
Μεταφράσεις
απαίσιος
|
Αναφορές
- απαίσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «απαίσιος», όπου και «απαισιότητα»Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.