βουνίσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βουνίσιος | η | βουνίσια | το | βουνίσιο |
| γενική | του | βουνίσιου | της | βουνίσιας | του | βουνίσιου |
| αιτιατική | τον | βουνίσιο | τη | βουνίσια | το | βουνίσιο |
| κλητική | βουνίσιε | βουνίσια | βουνίσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βουνίσιοι | οι | βουνίσιες | τα | βουνίσια |
| γενική | των | βουνίσιων | των | βουνίσιων | των | βουνίσιων |
| αιτιατική | τους | βουνίσιους | τις | βουνίσιες | τα | βουνίσια |
| κλητική | βουνίσιοι | βουνίσιες | βουνίσια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vuˈni.sços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐νί‐σιος
Επίθετο
βουνίσιος, -α, -ο
- που έχει σχέση με το βουνό, ανήκει σ’ αυτό, κατάγεται ή προέρχεται απ’ αυτό ή κατοικεί σ’ αυτό
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βουνό
Μεταφράσεις
βουνίσιος
Μεταφράσεις
βουνίσιος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.