βαπορίσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαπορίσιος | η | βαπορίσια | το | βαπορίσιο |
| γενική | του | βαπορίσιου | της | βαπορίσιας | του | βαπορίσιου |
| αιτιατική | τον | βαπορίσιο | τη | βαπορίσια | το | βαπορίσιο |
| κλητική | βαπορίσιε | βαπορίσια | βαπορίσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαπορίσιοι | οι | βαπορίσιες | τα | βαπορίσια |
| γενική | των | βαπορίσιων | των | βαπορίσιων | των | βαπορίσιων |
| αιτιατική | τους | βαπορίσιους | τις | βαπορίσιες | τα | βαπορίσια |
| κλητική | βαπορίσιοι | βαπορίσιες | βαπορίσια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
βαπορίσιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.