εξαίσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξαίσιος | η | εξαίσια | το | εξαίσιο |
| γενική | του | εξαίσιου | της | εξαίσιας | του | εξαίσιου |
| αιτιατική | τον | εξαίσιο | την | εξαίσια | το | εξαίσιο |
| κλητική | εξαίσιε | εξαίσια | εξαίσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξαίσιοι | οι | εξαίσιες | τα | εξαίσια |
| γενική | των | εξαίσιων | των | εξαίσιων | των | εξαίσιων |
| αιτιατική | τους | εξαίσιους | τις | εξαίσιες | τα | εξαίσια |
| κλητική | εξαίσιοι | εξαίσιες | εξαίσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξαίσιος < αρχαία ελληνική ἐξαίσιος < ἐξ + αἴσιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.