-ινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -ινος | η | -ινη | το | -ινο |
| γενική | του | -ινου | της | -ινης | του | -ινου |
| αιτιατική | τον | -ινο | τη(ν) | -ινη | το | -ινο |
| κλητική | -ινε | -ινη | -ινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -ινοι | οι | -ινες | τα | -ινα |
| γενική | των | -ινων | των | -ινων | των | -ινων |
| αιτιατική | τους | -ινους | τις | -ινες | τα | -ινα |
| κλητική | -ινοι | -ινες | -ινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -ινος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ινος
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐νος
Επίθημα
-ινος, -η, -ο
- επίθημα για το σχηματισμό λόγιων επιθέτων από ουσιαστικά
- δηλωτικό της ύλης από την οποία είναι φτιαγμένο όπως στην πρωτότυπη λέξη
- μαρμάρινος
- ≈ συνώνυμα: -ένιος (προφορικό, όχι λόγιο) όπως στο μαρμαρένιος
- πέτρινος
- μαρμάρινος
- ή τα χαρακτηριστικά της προέλευσης
- ή δηλωτικό χρώματος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- -ινος < επίθημα πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-iHnos[1] < *-nós (-νος) σε λέξεις με θεματικό φωνήεν [i] (όπως πρωι-νός) και μετά, σε επανανάλυση με ‑ινός[2] και ως δηλωτικό ύλης: ‑ινος
Επίθημα
-ινος
- επίθημα δηλωτικό ύλης ή προέλευσης
- κέδρινος
- ἀνθρώπινος
- ἐκείνινος (προερχόμενος από εκείνον)
Παράγωγα
Αναφορές
- Ανασύνθεση ΠΙΕ *iHnos, en.wiktionary
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- επίθετα σε -ινος - Debrunner, Albert (1917) Griechische Wortbildungslehre. (O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική) Mετάφραση: Ηλίας Τσιριγκάκης, επιμέλεια: Ευάγγελος Πετρούνιας, στο @greek-language.gr, 2008.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.