μαρκήσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαρκήσιος οι μαρκήσιοι
      γενική του μαρκησίου
& μαρκήσιου
των μαρκησίων
    αιτιατική τον μαρκήσιο τους μαρκησίους
& μαρκήσιους
     κλητική μαρκήσιε μαρκήσιοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαρκήσιος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μαρκήσιος ( δείτε τη λέξη μαρκέσιος) < μεσαιωνική λατινική marchensis [1] < γοτθική marka (σύνορο) [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /maɾˈci.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαρκήσιος

Ουσιαστικό

μαρκήσιος αρσενικό (θηλυκό μαρκησία)

  1. φεουδάρχης ευγενής με τίτλο ευγενείας ανώτερο από του κόμη και κατώτερο από του δούκα
  2. (ιστορία) κόμης συνοριακών περιοχών μιας αυτοκρατορίας
     συνώνυμα: μαργράβος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μαρκήσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.