Ιθακήσιος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ιθακήσιος < Ιθάκη + -σιος

Ουσιαστικό

Ιθακήσιος αρσενικό, θηλυκό Ιθακήσια

  1. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από την Ιθάκη
  2. (μεταφορικά) (καβαφικά) ο ταξιδιώτης σε πορεία επίτευξης του ονείρου του, που αποκτά εμπειρίες και γνώσεις στην διαδρομή την οποία απολαμβάνει || αυτός που έχει σαφέστατο στόχο, αλλά-μα όμως δεν βιάζεται να τον εκπληρώσει πριν γνωρίσει τον κόσμο

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • ιθακήσιος
  • θιακιώτικος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.