Ιθακήσιος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ιθακήσιος < Ιθάκη + -σιος
Ουσιαστικό
Ιθακήσιος αρσενικό, θηλυκό Ιθακήσια
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από την Ιθάκη
- (μεταφορικά) (καβαφικά) ο ταξιδιώτης σε πορεία επίτευξης του ονείρου του, που αποκτά εμπειρίες και γνώσεις στην διαδρομή την οποία απολαμβάνει || αυτός που έχει σαφέστατο στόχο, αλλά-μα όμως δεν βιάζεται να τον εκπληρώσει πριν γνωρίσει τον κόσμο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ιθακήσιος
- θιακιώτικος
Μεταφράσεις
Ιθακήσιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.