αίσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αίσιος η αίσια το αίσιο
      γενική του αίσιου της αίσιας του αίσιου
    αιτιατική τον αίσιο την αίσια το αίσιο
     κλητική αίσιε αίσια αίσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αίσιοι οι αίσιες τα αίσια
      γενική των αίσιων των αίσιων των αίσιων
    αιτιατική τους αίσιους τις αίσιες τα αίσια
     κλητική αίσιοι αίσιες αίσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αίσιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αἴσιος (κατάλληλος, επιτυχής, αρχαία σημασία: ευοίωνος) [1] < αἶσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αίσιος

Επίθετο

αίσιος, -α, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.