ὄνομα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ὀνομᾰτ-
ονομαστική τὸ ὄνομᾰ τὰ ὀνόμᾰτ
      γενική τοῦ ὀνόμᾰτος τῶν ὀνομᾰ́των
      δοτική τῷ ὀνόμᾰτ τοῖς ὀνόμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ὄνομᾰ τὰ ὀνόμᾰτ
     κλητική ! ὄνομᾰ ὀνόμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀνόμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ὀνομᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὄνομα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁nómn̥[1]· συγγενή: λατινική nomen, σανσκριτική नामन् (nā́man), τοχαρικά Α ñom, χεττιτική 𒆷𒀀𒈠𒀭 (lāman), αγγλοσαξονική nama (> αγγλική name)

Ουσιαστικό

ὄνομα ουδέτερο (αιολικός τύπος: ὄνυμα)

Εκφράσεις

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
ὀνομ- 

παράγωγα & σύνθετα

  • ἀκατονόμαστος
  • ἀνονόμαστος
  • ἀντιπαρονομάζομαι
  • ἀντονομάζω
  • ἀντονομασία
  • ἀντονομαστικός
  • ἀντωνυμία & συγγενικά
  • ἀνωνόμαστος
  • διονομάζω
  • ἐξονομάζω
  • ἐξονομαίνω
  • ἐξονομακλήδην
  • ἐπονομάζω
  • ἐπονομασία
  • ἐπονομαστέον
  • ἐπονομαστικῶς
  • κατονομάζω
  • κατόνομαι
  • κατονομαξία
  • κατονομασία
  • κατονόμαστος
  • μετονομάζω
  • μετονομασία
  • μετωνυμία
  • ὄνομαι
  • ὀνομάζω & σύνθετα
  • ὀνομαίνω
  • ὀνομακλήδην
  • Ὀνομακλῆς
  • ὀνομακλήτωρ
  • ὀνομάκλυτος, ὀνομακλυτός
  • Ὀνομάκριτος
  • Ὀνόμαρχος
  • ὀνομασία
  • ὀνόμασις
  • ὀνόμασμα
  • ὀνομαστέον
  • ὀνομαστήρια
  • ὀνομαστής
  • ὀνομαστί
  • ὀνομαστικός
  • ὀνομαστικῶς
  • ὀνομαστός
  • Ὀνόμαστος
  • ὀνοματίζω
  • ὀνοματικός
  • ὀνοματικῶς
  • ὀνομάτιον
  • ὀνοματισμός
  • ὀνοματογραφία
  • ὀνοματοκλήτωρ
  • ὀνοματολόγος
  • ὀνοματομάχος
  • ὀνοματοποιέω
  • ὀνοματοποίησις
  • ὀνοματοποιία
  • ὀνοματοποιός
  • ὀνοματοθεσία
  • ὀνοματοθέσια
  • ὀνοματοθετέω
  • ὀνοματοθέτης
  • ὀνοματοθετικός
  • ὀνοματοθήρας
  • ὀνοματουργέω
  • ὀνοματουργία
  • ὀνοματουργός
  • ὀνοματώδης
  • ὄνυμα & παράγωγα
  • ὀνυμαστός
  • ὀνυμάζω
  • παρονομάζω
  • παρονομασία
  • παρωνομασία
  • προκατονομάζω
  • προσονομάζω
  • προσονομασία
  • προσονομαστέον
  • προσωνομασία
  • ὠνομάδαται (ὀνομάζεται)
  • ὠνομασμένως
  • ὀνοματο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὀνοματο- στο Βικιλεξικό όπως ὀνοματοποιΐα, ὀνοματώδης

επίσης δείτε: με ωμέγα (συνθετική έκταση) σε συνθετικά του ὄνυμα

Αναφορές

  1. Reconstruction: Proto-Indo-European *h₁nómn̥ στο αγγλικό Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.