κατονομασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατονομασία οι κατονομασίες
      γενική της κατονομασίας των κατονομασιών
    αιτιατική την κατονομασία τις κατονομασίες
     κλητική κατονομασία κατονομασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατονομασία < κατονομάζω + -σία

Ουσιαστικό

κατονομασία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.