παρονομασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρονομασία οι παρονομασίες
      γενική της παρονομασίας των παρονομασιών
    αιτιατική την παρονομασία τις παρονομασίες
     κλητική παρονομασία παρονομασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρονομασία < ελληνιστική κοινή πᾰρονομᾰσῐ́ᾱ < παρονομάζω < αρχαία ελληνική παρά + ὄνομα

Ουσιαστικό

παρονομασία θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρονομάζω
     συνώνυμα: παρανόμι, παρατσούκλι, παρωνύμιο
  2. λογοπαίγνιο που βασίζεται στην παρόμοια σημασία ή ομοηχία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.